στοΐδιον

στοΐδιον
και στωΐδιον ή στῴδιον, τὸ, Α [στοά / στωϊά]
1. υποκορ. μικρή στοά
2.είδος στέγης για την προφύλαξη τών πολιορκητών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στοίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοίδια — στοίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδωμάτιον — τὸ, ΜΑ 1. ο προθάλαμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «προδωμάτιον τὸ πρὸ τοῡ κοιτῶνος στοΐδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δωμάτιον «θάλαμος, κοιτώνας»] …   Dictionary of Greek

  • στωΐδιον — ή στῴδιον, τὸ, Α βλ. στοΐδιον …   Dictionary of Greek

  • στοιδίωι — στοιδίῳ , στοίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”